- περιπατητικούς
- περιπατητικόςof walkingmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολικλινική — η, Ν κλινική τής πόλης, εξωτερικά ιατρεία, συνήθως πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, για περιπατητικούς ασθενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. policlinic (< πόλη + κλινική). Λόγω τής ομοηχίας ο τ. συνεχύθη με τον τ. πολυκλινική*] … Dictionary of Greek
αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek